- ἐκκεχυμένως
- ἐκκεχυμένωςprofuselyindeclform (adverb)ἐκχέωpour outperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκκεχυμένως — ἐκκεχυμένως επίρρ. (Α) 1. άφθονα, πλουσιοπάροχα 2. με πολυτέλεια 3. ανεπιφύλακτα … Dictionary of Greek